- ολιγότροφος
- -η, -ο και ολιγοτροφικός, -ή, -ό (Α ολιγότροφος, -ον)αυτός που τρώει λίγονεοελλ.1. βοτ.-οικολ. α) (για περιβάλλον) φτωχός σε θρεπτικά στοιχείαβ) (για φυτά) ικανός να αναπτυχθεί σε πολύ φτωχό σε θρεπτικά στοιχεία περιβάλλον2. το αρσ. ως ουσ. γένος υμενόπτερων εντόμων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. λιπαρό-τροφος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
Dictionary of Greek. 2013.