ολιγότροφος

ολιγότροφος
-η, -ο και ολιγοτροφικός, -ή, -ό (Α ολιγότροφος, -ον)
αυτός που τρώει λίγο
νεοελλ.
1. βοτ.-οικολ. α) (για περιβάλλον) φτωχός σε θρεπτικά στοιχεία
β) (για φυτά) ικανός να αναπτυχθεί σε πολύ φτωχό σε θρεπτικά στοιχεία περιβάλλον
2. το αρσ. ως ουσ. γένος υμενόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. λιπαρό-τροφος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ολιγοτρόφος — ὀλιγοτρόφος, ον (Α) αυτός που παρέχει λίγη τροφή («διαιτήμασι ὀλιγοτρόφοισι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μηλο τρόφος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγότροφος — giving little nourishment masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοτροφώτερον — ὀλιγότροφος giving little nourishment masc acc comp sg ὀλιγότροφος giving little nourishment neut nom/voc/acc comp sg ὀλιγότροφος giving little nourishment adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοτροφώτατον — ὀλιγότροφος giving little nourishment masc acc superl sg ὀλιγότροφος giving little nourishment neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγότροφον — ὀλιγότροφος giving little nourishment masc/fem acc sg ὀλιγότροφος giving little nourishment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοτροφώτερα — ὀλιγότροφος giving little nourishment neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοτροφώτεραι — ὀλιγότροφος giving little nourishment fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοτροφώτεροι — ὀλιγότροφος giving little nourishment masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοτρόφοις — ὀλιγότροφος giving little nourishment masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοτρόφοισι — ὀλιγότροφος giving little nourishment masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”